emitir - ορισμός. Τι είναι το emitir
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι emitir - ορισμός


emitir      
verbo trans.
1) Arrojar, exhalar o echar hacia fuera una cosa.
2) Producir y poner en circulación papel moneda, efectos públicos, etc.
3) Tratándose de juicios, dictámenes, opiniones, etc, darlos, manifestarlos por escrito o de viva voz.
4) Lanzar ondas hertzianas para transmitir señales, noticias, música, etc.
emitir      
emitir (del lat. "emittere")
1 tr. Producir una cosa otra que sale de ella: "El Sol emite luz y calor. Un volcán emite lava. El uranio emite radiaciones. Emitir sonidos, gruñidos, gritos". Arrojar, *despedir. Desparar, *lanzar, proferir, prolación, pronunciar, prorrumpir. *Arrojar. *Dar. *Decir. *Soltar.
2 Lanzar al espacio una estación de radio o televisión música, programas, etc. *Radiar, transmitir.
3 Econ. Fabricar y poner en circulación *billetes de banco, *acciones y otros *valores o efectos públicos.
4 *Decir o escribir juicios, opiniones, dictámenes o sentencias. Exponer, expresar, exteriorizar, manifestar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για emitir
1. Inicialmente estaba previsto emitir unos 1.000 millones.
2. Estaba previsto emitir el discurso, pero no el debate.
3. La federación se sintió obligada a emitir un mensaje apologético.
4. Correos llegó a emitir un sello con este símbolo.
5. El mercado laboral ha comenzado a emitir señales preocupantes.
Τι είναι emitir - ορισμός